- αντίφερνος
- ἀντίφερνος, -ον (AM)μσν.(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἀντίφερνατα δώρα που έδινε ο γαμπρός πριν από τον γάμο σε ανταπόδοση της προίκας που θα έπαιρνεαρχ.φρ. «ἀντίφερνον Ἰλίῳ φθοράν» — αντί για προίκα στην Τροία χαλασμό (Αισχύλος).[ΕΤΥΜΟΛ. < αντι-* + φερνή «προίκα»].
Dictionary of Greek. 2013.